Το χημικό στοιχείο άργυρος ή ασήμι (λατινικά: argentum, αγγλικά: silver) είναι ένα μαλακό και λευκωπό μέταλλο με έντονη μεταλλική λάμψη. Έχει τη μεγαλύτερη ηλεκτρική και θερμική αγωγιμότητα από όλα τα μέταλλα. Ο ατομικός αριθμός του είναι 47 και η σχετική ατομική μάζα του 107,8682(2). Το χημικό του σύμβολο είναι Ag και ανήκει στην ομάδα 11 (IB, με την παλαιότερη ταξινόμηση) του περιοδικού πίνακα, στην περίοδο 5, στον τομέα d και στη 2η κύρια σειρά των στοιχείων μετάπτωσης. Έχει θερμοκρασία τήξης 961,78 °C και θερμοκρασία βρασμού 2162 °C.
The ασήμι είναι ένα από τα πρώτα μέταλλα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος. Ήταν γνωστό ήδη από την προϊστορική εποχή στους λαούς που κατοικούσαν στη Μεσοποταμία, στον ελλαδικό χώρο, στη Μέση Ανατολή και στην Αίγυπτο.
Το σημερινό όνομά του το πήρε από τη λατινική λέξη argentum ή και την ελληνική αργυρός και είναι το μόνο χημικό στοιχείο από το οποίο ονομάστηκε ένα κράτος, η Αργεντινή. Θεωρείται ευγενές μέταλλο μαζί με το ρουθήνιο, το ρόδιο, το ιρίδιο, το παλλάδιο, το όσμιο, τον λευκόχρυσο και τον χρυσό. Για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές μετράται με την ουγγιά και τίθεται υπό διαπραγμάτευση, όπως και τα άλλα πολύτιμα μέταλλα στις διεθνείς χρηματαγορές.
Το ασήμι έχει τη μεγαλύτερη ηλεκτρική και θερμική αγωγιμότητα καθώς και τη μεγαλύτερη ανακλαστικότητα στο ορατό τμήμα του φάσματος από όλα τα χημικά στοιχεία. Είναι ελατό, έχει δηλαδή την ιδιότητα να σφυρηλατείται ή να μετατρέπεται εύκολα σε ελάσματα, και όλκιμο, μπορεί δηλαδή να μετατραπεί σε σύρματα ή νήματα. Όταν εκτίθεται στον ατμοσφαιρικό αέρα, μαυρίζει από το θειούχο άργυρο που σχηματίζεται λόγω της ύπαρξης ιχνών θείου στον αέρα από τα καυσαέρια των αυτοκινήτων. Δεν επηρεάζεται από το υδροχλωρικό οξύ, διαλύεται όμως στο πυκνό θειικό οξύ και στο αραιό και πυκνό νιτρικό οξύ.
Η περιεκτικότητα του στερεού φλοιού της Γης σε ασήμι είναι μεταξύ 0,07 και 0,08 γραμμάρια ανά τόνο (g/t ή μέρη στο εκατομμύριο, ppm). Σπάνια βρίσκεται ως αυτοφυές και πολλές φορές συνυπάρχει με χρυσό. Λαμβάνεται κυρίως ως παραπροϊόν παραγωγής και ηλεκτρολυτικής επεξεργασίας άλλων μετάλλων (χαλκού, μολύβδου, ψευδαργύρου) στα θειούχα ορυκτά των οποίων βρίσκεται σε πολύ μικρές αλλά εκμεταλλεύσιμες ποσότητες. Βρίσκεται και σε ορυκτά όπως ο αργεντίτης και ο χλωραργυρίτης. Το 2010, πάνω από 50 χώρες σε όλο τον κόσμο διατηρούσαν ορυχεία αργύρου. Οι κυριότερες χώρες παραγωγής αργύρου είναι μεταξύ άλλων το Μεξικό, το Περού, η Κίνα, η Αυστραλία, η Χιλή, η Πολωνία, η Ρωσία, η Βολιβία και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο άργυρος χρησιμοποιείται για να κατασκευασθούν κοσμήματα, νομίσματα, σκεύη τραπεζιού, κυρίως μαχαιροπίρουνα (τα οποία συλλογικά καλούνται ασημικά), φωτογραφικά φιλμ (όπου υπάρχει στα φωτοευαίσθητα αλογονούχα άλατα) και καθρέπτες. Η περιεκτικότητα σε άργυρο ενός κοσμήματος συνήθως μετριέται με τους «βαθμούς» που συμβολίζονται με °. Για παράδειγμα ένα κόσμημα 925° περιέχει 92,5 % άργυρο, ένα κόσμημα 950° περιέχει 95 % άργυρο και ούτω καθεξής.
Οι ενώσεις του αργύρου, κυρίως ο νιτρικός άργυρος, χρησιμοποιούνται ως χημικά αντιδραστήρια, ως μικροβιοκτόνα και ως απολυμαντικά. Βομβίδες με εκρηκτικό μείγμα ενώσεων αργύρου και άνθρακα χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τεχνητής βροχής. Χρησιμοποιείται επίσης σε ηλεκτρικές επαφές και αγωγούς και ως καταλύτης χημικών αντιδράσεων.
Ο φυσικός άργυρος αποτελείται από δύο σταθερά ισότοπα: 107Ag και 109Ag.
Το όνομα του μετάλλου
Ο άργυρος πήρε το σημερινό του όνομα από το θέμα αργ- που προέρχεται από την Ινδοευρωπαϊκή ρίζα «arg-u-ro» (= λαμπερό μέταλλο) και σχετίζεται με τη Σανσκριτική λέξη arj-una (= φως, φωτεινός). Εκτός από τον άργυρο στα Ελληνικά, η ρίζα έδωσε στα Λατινικά τη λέξη argentum που με τη σειρά της πέρασε στις υπόλοιπες λατινογενείς γλώσσες (argent στα Γαλλικά, argento στα Ιταλικά).
Η αρχαία αιγυπτιακή λέξη για τον άργυρο ήταν «K-S-F (kesef)» που ήταν παρόμοια με τη λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Χαναναίοι και οι Εβραίοι και λέγεται ότι σήμαινε «να είσαι λευκός». Έμοιαζε ακουστικά με τη λέξη «kasham» που χρησιμοποιούσαν οι Βαβυλώνιοι για τον άργυρο και σήμαινε «λευκός χρυσός». Οι αρχαίοι Ασσύριοι, λαός Σημιτικής καταγωγής, χρησιμοποιούσαν τη λέξη sapru ενώ και η αρχαία προελληνική λέξη για τον άργυρο στη μινωική Κρήτη ήταν sa-ya που ξεκινούσε επίσης με το «sa».
Ο άργυρος στη γλώσσα των Αζτέκων λεγόταν arizuma, λέξη από την οποία πήρε και το όνομά της η πολιτεία Αριζόνα των Η.Π.Α.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιστοιχία μεταξύ γερμανικών, σλαβικών και γλωσσών των χωρών της Βαλτικής. Από το silba της αρχαίας γερμανικής γλώσσας έδωσε τα Silber (Γερμανικά), silver (Αγγλικά) και zilver (Ολλανδικά), ενώ το παλαιοσλαβικό silebro, το σερβοκροάτικο srebro και το λιθουανικό sidabras μαρτυρούν μια κοινή καταγωγή από άγνωστη μέχρις στιγμής γλώσσα της περιοχής. Ο άργυρος ανήκει στα δέκα στοιχεία των οποίων το όνομα στις βορειοευρωπαϊκές γλώσσες, και ειδικότερα στα αγγλικά, δεν έχει σχέση με το χημικό σύμβολο. Τα υπόλοιπα εννέα στοιχεία είναι το αντιμόνιο (antimony, Sb), ο χαλκός (copper, Cu), ο χρυσός (gold, Au), ο μόλυβδος (lead, Pb), το κάλιο (potassium, K), το νάτριο (sodium, Na), ο κασσίτερος (tin, Sn), ο υδράργυρος (mercury, Hg) και το βολφράμιο (tungsten, W). Τα στοιχεία αυτά είναι γνωστά στον άνθρωπο από τα αρχαία χρόνια και το όνομά τους έχει λατινική ρίζα
Στα Ισπανικά και Πορτογαλικά ο άργυρος λέγεται plata που στα Μεσαιωνικά Λατινικά σημαίνει πλάκα, κομμάτι από μέταλλοπιθανόν από την Ελληνική λέξη πλατύς ενώ στα Ουαλικά ο άργυρος λέγεται arian, Κελτική λέξη που πιθανόν σχετίζεται με το άργυρος. Στα Ρωσικά είναι Серебро (Serebro) με άλλη ρίζα.
Η ονομασία ασήμι προέρχεται από τον άσημο άργυρο των αρχαίων Αθηναίων (άργυρος χωρίς σήμανση, άργυρος που δεν έχει γίνει νόμισμα).
Ιστορία
Από την Αρχαιότητα μέχρι τον Μεσαίωνα
Το ασήμι είναι γνωστό στον άνθρωπο από την προϊστορική εποχή. Η αρχαιότερη αναφορά στο μέταλλο εμφανίζεται στον Όμηρο: ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη (από την Αλύβη, όπου γεννιέται ο άργυρος, Ιλιάδα Β 857)
Είναι ένα από τα πρώτα έξι μέταλλα που χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο, μαζί με τον χρυσό και τον χαλκό που θεωρούνται παλαιότερα μέταλλα χρονολογούμενα από το 6000 π.Χ. και 4200 π.Χ. αντίστοιχα αλλά και τον μόλυβδο (3500 π.Χ.), τον κασσίτερο (1750 π.Χ.) και το σίδηρο (1.500 π.Χ.). Τα πρώτα αργυρά αντικείμενα χρονολογούνται από το 4000 π.Χ. και έχουν βρεθεί στην Ελλάδα και στην Ανατολία, όπου ήταν η αρχική περιοχή παραγωγής αργύρου. Αργυρά ευρήματα στη σουμεριακή πόλη Κις και στη πόλη Μοχέντζο-ντάρο στη κοιλάδα του Ινδού χρονολογούνται από το 3000 π.Χ., περίοδο κατά την οποία χρονολογούνται και οι πρώτες προσπάθειες εξόρυξης αργύρου. Στα μέσα της τρίτης χιλιετίας οι Χαλδαίοι ανακάλυψαν την τεχνική της κυπέλλωσης για να διαχωρίσουν τον άργυρο από τα μεταλλεύματα μολύβδου, μέθοδο που περιγράφεται και στη Βίβλο. Στην αρχαία Αίγυπτο, επειδή ο άργυρος έπρεπε να απομονωθεί ήταν πιο σπάνιος και συνεπώς ακριβότερος από τον χρυσό που ήταν αυτοφυής.
Σημαντική ζήτηση αργύρου υπήρχε και κατά τη διάρκεια της 2η χιλιετίας από τους πολιτισμούς του ελληνικού χώρου, τον Μινωικό και τον Μυκηναϊκό, καθώς και της Μικράς Ασίας. Ο άργυρος προερχόταν από ορυχεία στη σημερινή Αρμενία, αλλά με την παρακμή αυτών των πολιτισμών το επίκεντρο εκμετάλλευσης αργύρου άλλαξε τοποθεσία, με τα μεταλλεία Λαυρίου να είναι πλέον η κύρια θέση εξόρυξης αργύρου παγκοσμίως για τα επόμενα περίπου χίλια χρόνια. Εκτιμάται ότι περί το 2000 π.Χ. η συνολική παγκόσμια παραγωγή αργύρου ήταν περίπου 3.100 τόνοι.
Ο άργυρος χρησιμοποιήθηκε για τη κατασκευή νομισμάτων περίπου το 600 π.Χ. από τους Λυδούς, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ένα κράμα χρυσού και αργύρου, το ήλεκτρον, το οποίο περιέχει από 25 % έως 55 % Ag και έχει υποκίτρινο χρώμα. Το ήλεκτρο ήταν αυτοφυές στην κοίτη του ποταμού Πακτωλού, η οποία ήταν μια από τις σπουδαιότερες πηγές ήλεκτρου στην αρχαιότητα.
Τα πρώτα αργυρά νομίσματα ήταν σβώλοι αργύρου με τη σφραγίδα της πόλης. Κάθε πόλη είχε το δικό της νόμισμα και μονάδα βάρους. Η αργυρή δραχμή της Αίγινας ήταν το πρώτο νόμισμα που καθιερώθηκε ως νομισματικό πρότυπο, ενώ, μετά την ανάπτυξη της Αθήνας, το Αττικό Τετράδραχμο χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο. Μία Αττική Δραχμή ισοδυναμούσε με 4,36 γραμμάρια αργύρου και το αργυρό Τετράδραχμο της Αθήνας εθεωρείτο το νόμισμα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην αρχαιότητα.] Υπήρχαν όμως σε κυκλοφορία και άλλα ασημένια νομίσματα όπως το Αττικό Δεκάδραχμο και ο Οβολός που ήταν και το πιο μικρό, περιείχε 0,72 γραμμάρια αργύρου ενώ 6 Οβολοί ισοδυναμούσαν με μια Αττική Δραχμή. Τα μεταλλεία Λαυρίου, στην Αττική, τα οποία παρήγαγαν άργυρο και μόλυβδο, θεωρούνταν ένα από τα σημαντικότερα μεταλλευτικά κέντρα της αρχαιότητας, όπου εφαρμόστηκαν διάφορες τεχνικές εξόρυξης. Θεωρείται ότι τα ορυχεία του Λαυρίου ώθησαν την Αρχαία Αθήνα στην ακμή της κατά τη διάρκεια των κλασικών χρόνων, αφού ο άργυρος που εξορυσσόταν χρησιμοποιούνταν για τη κοπή νομισμάτων. Τα ορυχεία αυτά λειτούργησαν από το 600 π.Χ. έως το 300 π.Χ. παράγοντας περίπου 30 τόνους αργύρου τον χρόνο ενώ υπολογίζεται ότι από τον 7ο μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. εξορύχθηκαν τουλάχιστον 3.500 τόνοι αργύρου. Ο άργυρος επίσης χρησιμοποιούνταν σε πολυτελή οικιακά σκεύη και βρισκόταν κυρίως στη κατοχή των πλούσιων ιδιωτών.
Σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι Ετρούσκοι και οι Φοίνικες δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τα μεταλλικά νομίσματα. Οι Ετρούσκοι χρησιμοποιούσαν τον άργυρο για πολυτελή οικιακά σκεύη, ενώ τα πρώτα αργυρά ετρούσκικα νομίσματα εμφανίστηκαν στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και είχαν ως πρότυπα τα ελληνικά αργυρά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στις ελληνικές αποικίες της Ιταλίας και της Σικελίας. Οι Ρωμαίοι αντίθετα χρησιμοποιούσαν μπρούτζινα νομίσματα, ενώ η εισαγωγή του αργύρου στη ρωμαϊκή νομισματοποιία έλαβε χώρα το 214 π.Χ. με αργυρό νόμισμα το δηνάριο, μετά την επαφή των Ρωμαίων με πλουσιότερους λαούς, ενώ άρχισαν να κατασκευάζουν και περισσότερα αργυρά αντικείμενα, αρκετά από τα οποία ήταν καθημερινής χρήσης. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) έκανε αρκετές αναφορές σε μέταλλα, μεταξύ των οποίων και ο άργυρος και στην κατεργασία τους.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή τα μεγαλύτερo oρυχεία αργύρου βρίσκονταν στην Ισπανία, που ήταν τότε ρωμαϊκή επαρχία. Μετά την κατάκτηση της Ισπανίας από τους Άραβες, τον 8ο αιώνα, τα ορυχεία βρίσκονταν διάσπαρτα σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Τα ορυχεία αργύρου της Ισπανίας προσέφεραν το ασήμι που ήταν απαραίτητο για την αγορά μπαχαρικών. Ο Αυτοκράτορας Αύγουστος έπαψε να χρησιμοποιεί τα αργυρά νομίσματα ως νομισματικό πρότυπο και αντ’ αυτού εισήγαγε χρυσά νομίσματα. Με τον καιρό, τα αργυρά νομίσματα υποτιμήθηκαν σε σχέση με τα χρυσά και τελικά σταμάτησαν να παράγονται τους πρώτους Βυζαντινούς χρόνους.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα ενώ ο αριθμός των ορυχείων αυξήθηκε, επειδή βρέθηκαν νέες τοποθεσίες πλούσιες σε άργυρο στη κεντρική Ευρώπη, βελτιώθηκαν η παραγωγή και η τεχνολογία, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο ρυθμός παραγωγής του αργύρου. Ο διάσημος Πέρσης Τζαμπίρ Ιμπν Χαγιάν (Γκέμπερ), ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της Αλχημείας, μεταξύ άλλων ανακαλύψεων τον 8ο αιώνα, βρήκε και έναν τρόπο διαχωρισμού του χρυσού από τον άργυρο με τη βοήθεια οξέων. Στον Μεσαίωνα, ο άργυρος χρησιμοποιούνταν και για τις αντιμικροβιακές ιδιότητές του, οι οποίες είναι γνωστές από την αρχαιότητα. Πολλά από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνταν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα είχαν ως βάση άλατα του αργύρου. Τον 12ο αιώνα ο Δομινικανός μοναχός και επίσκοπος Μάγκνους πειραματίστηκε με φωτοευαίσθητες ουσίες, όπως ο νιτρικός άργυρος.
1500-σήμερα
Το γεγονός που αύξησε ξανά την αξία του αργύρου ήταν η ανακάλυψη και η κατάκτηση της Αμερικής από τους Ισπανούς. Στοιχεία για την εξόρυξη του αργύρου στην Αμερική δείχνουν ότι υπήρχε μια μικρή παραγωγή του μετάλλου στο Μεξικό (600 μ.Χ.) και τη Βολιβία (1000 μ.Χ.). Με την κατάκτηση της Λατινικής Αμερικής από τους Ισπανούς, η εξόρυξη αργύρου ανήλθε σε πρωτοφανή επίπεδα. Μεταξύ του 1500 και του 1800, η παραγωγή ασημιού στη Βολιβία, το Περού και το Μεξικό έφτασε το 85% της παγκόσμιας παραγωγής. Από το ορυχείο αργύρου στο Ποτοσί της Βολιβίας εξορύχθησαν σε 220 χρόνια 41.000 τόνοι ασημιού, ενώ η λέξη Ποτοσί έγινε συνώνυμο του πλούτου. Το υπόλοιπο 15 % προερχόταν κυρίως από τη Γερμανία, την Ουγγαρία και τη Ρωσία. Μετά το 1850 ανακαλύφθηκαν σημαντικά αποθέματα του μετάλλου στο Κόμστοκ Λοντ, στη Νεβάδα τα οποία ήταν και τα πρώτα σημαντικά αποθέματα μεταλλευμάτων αργύρου που βρέθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παράλληλα με την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων αργύρου εμφανίστηκαν νέες τεχνικές απομόνωσής του. Στις αρχές του 15ου αιώνα καθιερώθηκε το νιτρικό οξύ στο βιομηχανικό διαχωρισμό χρυσού-αργύρου, ενώ τον 16 αιώνα ο διαχωρισμός αυτός είχε διαδοθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.Ο διαχωρισμός των δύο αυτών μετάλλων με διαλυτοποίηση του αργύρου σε θειικό οξύ πραγματοποιήθηκε το 1802 από τον Γάλλο χημικό ντ’Αρσέ (Jean-Pierre-Joseph d’Arcet, 1777- 1844). To 1887 κατοχυρώνεται ως πατέντα η σημαντική μέθοδος κυανίωσης για τη διαλυτοποίηση χρυσού και αργύρου, παρόλο που η μέθοδος ήταν γνωστή ήδη από το 1783.
Νέες ανακαλύψεις πηγών αργύρου σε όλο τον κόσμο, μαζί με βελτιώσεις στις τεχνικές παραγωγής και εξόρυξης, όπως οι ατμοκίνητες μηχανές, αύξησαν σταδιακά την παγκόσμια παραγωγή αργύρου μέχρι τους 6.000 τόνους ετησίως το 1920. Τον τελευταίο αιώνα νέες τεχνικές εξόρυξης του αργύρου από μεταλλεύματα αύξησαν την παραγωγή σε πάνω από 20.000 τόνους ετησίως κατά μέσο όρο, παρά την εξάντληση των περισσότερων πηγών πλουσίων σε άργυρο. Οι τεχνικές αυτές είναι η μαζική εξόρυξη, επιφανειακή ή υπόγεια, μεταλλευμάτων με μικρότερη περιεκτικότητα στο μέταλλο, η διύλιση των μεταλλευμάτων, η «επίπλευση αφρού» και η ηλεκτροδιύλιση. Αυτές οι τεχνικές επιτρέπουν την εξαγωγή αργύρου από μεταλλεύματα άλλων μετάλλων, όπως ο ψευδάργυρος, ο μόλυβδος και ο χαλκός.
Μπορείτε να δείτε στο ηλεκτρονικο μας κατάστημα https://kosmimatomania.gr/product-category/kolie/asimi-925-kolie/